- σωφρονιστήρας
- ο / σωφρονιστήρ, -ῆρος, ΝΜΑανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτηςμσν.-αρχ.σωφρονιστήςαρχ.φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» — ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. κομισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.